μάγειρος

  • 31άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… …

    Dictionary of Greek

  • 32αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 33δαιταλευτής — δαιταλευτής, ο (Μ) [δαιταλεύομαι] 1. ο δαιταλεύς 2. ο μάγειρος …

    Dictionary of Greek

  • 34εσχαρέας — ο (Α ἐσχαρεύς) [εσχάρα] νεοελλ. ναύτης ή υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού που εκτελεί χρέη μαγείρου τού πληρώματος αρχ. ο μάγειρος τού πλοίου …

    Dictionary of Greek

  • 35ισικιομάγειρος — ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α) πάπ. ισικιάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος] …

    Dictionary of Greek

  • 36κάθαλος — κάθαλος, ον (Α) 1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ αλάτι 2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄν αλος] …

    Dictionary of Greek

  • 37κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος …

    Dictionary of Greek

  • 38μάγειρας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 125 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, Β της Αρχαίας Ολυμπίας, 24 χλμ. Α του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. 2. Ημιορεινός οικισμός… …

    Dictionary of Greek

  • 39μάγερας — ο (Μ μάγερας) βλ. μάγειρος …

    Dictionary of Greek

  • 40μάγερος — ο βλ. μάγειρος …

    Dictionary of Greek