λῦμαρ

  • 1λύμαρ — λῡμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) λύμα*, λύμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος αρχαϊκός τ. τού λῦμα (I)] …

    Dictionary of Greek