λῡσῐ-μέριμνος

  • 1φιλομέριμνος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λυσι μέριμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 2παυσιμέριμνος — ον, Μ αυτός που καταπαύει τις μέριμνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι μέριμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 3λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… …

    Dictionary of Greek