λῡσί-πονος

  • 1λυσίπονος — η, ο (AM λυσίπονος, ον) αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόνος (πρβλ. δορί πονος, παυσί πονος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2φερέπονος — η, ο / φερέπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός αρχ. 1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον η φερεπονία. επίρρ... φερεπόνως Μ με… …

    Dictionary of Greek

  • 3παυσίπονος — η, ο / παυσίπονος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα (ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα τού πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη αρχ. αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο …

    Dictionary of Greek

  • 4τλησίπονος — ον, Α αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσί πονος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5λυσιπήμων — λυσιπήμων, ον (Α) αυτός που καταπαύει τη θλίψη ή τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πήμων (< πῆμα «δυστυχία, πόνος»), πρβλ. δενδρο πήμων, μνησι πήμων] …

    Dictionary of Greek