λῠρα
1λύρα — λύρᾱ , λύρα lyre fem nom/voc/acc dual λύρᾱ , λύρα lyre fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λύρον neut nom/voc/acc pl …
2λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …
3λύρᾳ — λύραι , λύρα lyre fem nom/voc pl λύρᾱͅ , λύρα lyre fem dat sg (attic doric aeolic) …
4λύρα — η έγχορδο μουσικό όργανο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5λύρας — λύρᾱς , λύρα lyre fem acc pl λύρᾱς , λύρα lyre fem gen sg (attic doric aeolic) …
6λύραι — λύρα lyre fem nom/voc pl λύρᾱͅ , λύρα lyre fem dat sg (attic doric aeolic) …
7λύραν — λύρᾱν , λύρα lyre fem acc sg (attic doric aeolic) …
8λυρᾶν — λύρα lyre fem gen pl (doric aeolic) …
9λυρῶν — λύρα lyre fem gen pl …
10λύραις — λύρα lyre fem dat pl …