λῖτ-α

  • 11λιτήρ — λιτήρ, ῆρος, ὁ (Α) ικετήριος, ικετευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ του λίσσομαι* + επίθημα τηρ (πρβλ. κρι τήρ, τιμη τήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 12λιτανός — λιτανός, ή, όν (Α) 1. παρακλητικός, ικετευτικός («μέλη θεοῑσι λιτανά», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά οι προσευχές, οι δεήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ. τού λίσσομαι* + κατάλ. ανός (πρβλ. λιχ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 13μοσχανός — μοσχανός, ή, όν (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μοσχανός σῑτος ὁ ἀπαρχόμενος καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) «νεαρός, βλαστός» + κατάλ. ανός (πρβλ. λιτ ανός, σφριγ ανός)] …

    Dictionary of Greek