λῑπᾰρ-ής

  • 1Λιπάρ' — Λιπάραι , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λιπάρ' — λιπαρά , λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιπαρέ , λιπαρός oily masc voc sg λιπαραί , λιπαρός oily fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ψακαδίσχιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει τα ισχία του γεμάτα σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, άδος + ἰσχίον (πρβλ. λιπαρ ίσχιος)] …

    Dictionary of Greek