λῐνό-πτερος

  • 1φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη …

    Dictionary of Greek

  • 2πυρίπτερος — ον, Μ αυτός που έχει πύρινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, σιδηρό πτερος] …

    Dictionary of Greek

  • 3χαλκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει φτερά που λάμπουν σαν τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, χρυσό πτερος] …

    Dictionary of Greek

  • 4σαρκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος] …

    Dictionary of Greek