λῐνό-δετος
1ιμαντόδετος — ἱμαντόδετος, ον (Α) δεμένος με ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό δετος, σχοινό δετος] …
2ισχυρόδετος — ἰσχυρόδετος, ον (Α) δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό δετος, λινό δετος] …
3χαλκόδετος — η, ο / χαλκόδετος, ον, ΝΜΑ δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ ἔμβολα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμό δετος, λινό δετος] …
4μιτρόδετος — μιτρόδετος, ον (Α) (για κόμη) δεμένος με διάδημα, με ζώνη («μιτροδέτου κόμης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + δετος (< δέω), πρβλ. λινό δετος, νευρό δετος] …
5νευρόδετος — νευρόδετος, ον (Α) τεντωμένος με νευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + δετός (< δέω), πρβλ. λινό δετος] …
6λινόδετος — η, ο (Α λινόδετος, ον) δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.) νεοελλ. (για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δετος (< δέω), πρβλ. νευρό δετος, ταυρό δετος] …