λῐνο-χίτων

  • 1μιτροχίτων — μιτροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο χίτων, λινο χίτων] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεβροχίτων — νεβροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο χίτων, προβατο χίτων)] …

    Dictionary of Greek

  • 3φιλοχίτων — ωνος, ό Μ αυτός που τού αρέσει να φορά χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χιτών, ῶνος (πρβλ. λινο χίτων, σιδηρο χίτων)] …

    Dictionary of Greek

  • 4χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …

    Dictionary of Greek

  • 5λινοχίτων — λινοχίτων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που φορά λινό χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …

    Dictionary of Greek