λῐνο-θώραξ

  • 1λινοθώραξ — λινοθώραξ, ακος, ιων. τ. λινοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λινό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θώραξ (< θώραξ), πρβλ. αιολο θώραξ, χαλκο θώραξ] …

    Dictionary of Greek