λῆμψις
1λήμψις — λῆμψις, ἡ (Α) βλ. λήψη …
2λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] …
1λήμψις — λῆμψις, ἡ (Α) βλ. λήψη …
2λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] …