λῃστήριον
1ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …
2λῃστήριον — band of robbers neut nom/voc/acc sg …
3ληιστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg …
4ληιστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl …
5ληιστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl …
6λῃστηρίοις — λῃστήριον band of robbers neut dat pl …
7λῃστηρίου — λῃστήριον band of robbers neut gen sg …
8λῃστηρίων — λῃστήριον band of robbers neut gen pl …
9λῃστηρίῳ — λῃστήριον band of robbers neut dat sg …
10λῃστήρια — λῃστήριον band of robbers neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2