λῃστής
1ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… …
2λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) …
3ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …
5ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as …
6λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… …
7Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde …
8Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… …
9Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …
10Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… …
11εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] …
12λησταντάρτης — ο, θηλ. λησταντάρτισσα ληστής που στασιάζει κατά τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Επ. Κ. Κυριακίδη] …
13πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… …
14σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από …
15Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …
16Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
17Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …
18ληιστάς — ληιστά̱ς , ληιστής masc acc pl ληιστά̱ς , ληιστής masc nom sg (epic doric aeolic) ληιστά̱ς , ληιστός to be carried off as booty fem acc pl ληιστά̱ς , λῃστής robber masc acc pl (ionic) ληιστά̱ς , λῃστής robber masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
19λῃστάς — λῃστά̱ς , ληιστής masc acc pl λῃστά̱ς , ληιστής masc nom sg (epic doric aeolic) λῃστά̱ς , ληιστός to be carried off as booty fem acc pl λῃστά̱ς , λῃστής robber masc acc pl (ionic) λῃστά̱ς , λῃστής robber masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
20подъкоповати — ПОДЪКОПОВА|ТИ (6*), Ю, ѤТЬ гл. Делать подкоп, подкапывать: не скрываите собѣ скровищь на земли. || идеже тлѧ тлить. и татье подъкоповаю(т). но скрываите собѣ скровище на нбсѣ(х) идеже ни тлѧ тлить ни татье крадуть. ЛЛ 1377, 43–43 об. (996); ни… …