λᾶϊγξ
1λᾶιγξ — λᾶϊγξ , λᾶιγξ small stone fem nom/voc sg …
2λάιγξ — λᾱϊγξ, ιγγος, ἡ (Α) 1. μικρός λίθος, λιθάρι 2. (γενικά) λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φύσ ιγξ)] …
3ευλάιγξ — εὐλάϊγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) ποιητ. τ. αντί εύλιθος από ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάιγξ «μικρός λίθος»] …
4καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] …
5λάιγγα — λά̱ϊγγα , λᾶιγξ small stone fem acc sg …
6λάιγγας — λά̱ϊγγας , λᾶιγξ small stone fem acc pl …
7λάιγγες — λά̱ϊγγες , λᾶιγξ small stone fem nom/voc pl …
8λάιγγι — λά̱ϊγγι , λᾶιγξ small stone fem dat sg …
9λάιγγος — λά̱ϊγγος , λᾶιγξ small stone fem gen sg …
10lēu-2 : lǝu- — lēu 2 : lǝu English meaning: stone Deutsche Übersetzung: ‘stein” Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ …