λᾱοτρόφος
1λαοτρόφος — λαοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει ή φροντίζει τον λαό 2. φρ. «τιμὰ λαοτρόφος» αξίωμα χρήσιμο στον λαό (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο τρόφος, παιδο τρόφος] …
2λαοτρόφος — λᾱοτρόφος , λαοτρόφος nourishing masc/fem nom sg …
3λαοτρόφον — λᾱοτρόφον , λαοτρόφος nourishing masc/fem acc sg λᾱοτρόφον , λαοτρόφος nourishing neut nom/voc/acc sg …
4-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …
5λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …
6λαοβότος — λαοβότος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαοτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότος (< βόσκω), πρβλ. αιμο βότος, λεοντο βότος] …