λᾰθῐ-κηδής

  • 1πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 2lā-2 —     lā 2     English meaning: to be concealed, covered     Deutsche Übersetzung: “verborgen, versteckt sein”     Note: also lüi and lü[i] dh     Material: Gk. λῆτο, λήιτο ἐπελάθετο Hes., due to a *λᾱ Fός “hide, conceal” perhaps λεωργός,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 3λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… …

    Dictionary of Greek