λᾰβ-ἡ

  • 51πρόλαβον — τὸ, Μ πλεονέκτημα, κέρδος («τοῡ ἀντιχρίστου τὰ πρόλαβα φέρουσι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λαβον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. μεσό λαβον] …

    Dictionary of Greek

  • 52σκοπολάβ(ε)ιο — το, Ν ναυτ. παλαιότερη ονομασία τού κλισιοσκοπίου πυροβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (Ι) + λάβ(ε)ιο (< λάβος < λαμβάνω). Η λ., στον λόγιο τ. σκοπολάβιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 53σφαγίς — ίδος, ἡ, Α 1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες 2. (γενικά) μαχαίρι 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς τὸ προκάρδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. λαβ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 54τριβίδα — η, Ν χαλίκι ή κροκάλι τής θάλασσας που έχει λεία και στρογγυλεμένη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. ίδα (πρβλ. λαβ ίδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 55Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 56Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… …

    Dictionary of Greek

  • 57eu- — comb. form well, easily. Etymology: Gk * * * combining form Etymology: Middle English, from Latin, from Greek, from ey, eu, from neuter of eys good; akin to Hittite asus good and pe …

    Useful english dictionary