λᾰβ-ἡ

  • 11Simulfixe — Affixe Pour les articles homonymes, voir Affixe (homonymie). En morphologie, domaine de la linguistique, un affixe (du latin ad fixus > affixus, « (qui est) fixé contre ») est un morphème en théorie lié qui s adjoint au radical ou au …

    Wikipédia en Français

  • 12Suprafixe — Affixe Pour les articles homonymes, voir Affixe (homonymie). En morphologie, domaine de la linguistique, un affixe (du latin ad fixus > affixus, « (qui est) fixé contre ») est un morphème en théorie lié qui s adjoint au radical ou au …

    Wikipédia en Français

  • 13Tmèse — Affixe Pour les articles homonymes, voir Affixe (homonymie). En morphologie, domaine de la linguistique, un affixe (du latin ad fixus > affixus, « (qui est) fixé contre ») est un morphème en théorie lié qui s adjoint au radical ou au …

    Wikipédia en Français

  • 14καταλαβεύς — καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] πάσσαλος ή καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα λαβ (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + εύς (πρβλ. αντι λαβ εύς, περιλαβ εύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 15λαβάργυρος — λαβάργυρος, ον (Α) αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ (πρβλ. ἔ λαβ ον αόρ. τού λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ άργυρος, ψευδ άργυρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 16λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 17λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 18λιθολάβος — λιθολάβος, ὁ (Α) λιθολαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. τού λαμβάνω), πρβλ. δικο λάβος, εργο λάβος] …

    Dictionary of Greek

  • 19μεσολαβής — μεσολαβής, ές (Α) αυτός τον οποίο πιάνει ή κρατά κανείς από τη μέση («ὄνειδος... ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου μεσολαβεῑ κέντρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. λαβή, ἔ λαβ ον), πρβλ. ευ λαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 20οξυλαβής — ὀξυλαβής, ές (Α) (για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. μεσο λαβής] …

    Dictionary of Greek