λόφουρα

  • 1λόφουρος — και λοφοῡρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος β) τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ… …

    Dictionary of Greek