λίσπος
1λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …
2λίσπου — λίσπος smooth masc/neut gen sg …
3λίσπαι — λίσπη fem nom/voc pl λίσπᾱͅ , λίσπη fem dat sg (doric aeolic) λίσπος smooth fem nom/voc pl λίσπᾱͅ , λίσπος smooth fem dat sg (doric aeolic) …
4λίσπας — λίσπᾱς , λίσπη fem acc pl λίσπᾱς , λίσπη fem gen sg (doric aeolic) λίσπᾱς , λίσπος smooth fem acc pl λίσπᾱς , λίσπος smooth fem gen sg (doric aeolic) …
5λίσπη — λίσπη, ἡ (Α) βλ. λίσπος …
6λίσφος — λίσφος, η, ον (Α) βλ. λίσπος …
7λισπόπυγος — λισπόπυγος, ον (Α) (για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος, λεπτό πυγος] …
8λισπόπυξ — λισπόπυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λισπόπυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. τού πυγή] …
9υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] …
10lespede — LÉSPEDE, lespezi, s.f. Placă poligonală de piatră naturală (prelucrată), de dimensiuni mari, cu care se acoperă mormintele, se pavează interiorul unor edificii, aleile etc. – et. nec. Trimis de LauraGellner, 15.03.2008. Sursa: DEX 98 LÉSPEDE s …
- 1
- 2