λίμινθες ἕλμινθες

  • 1λίμινθες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. τού τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση τής λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες* συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή.… …

    Dictionary of Greek