λίγδα ἡ ἀκόνη

  • 1λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …

    Dictionary of Greek

  • 2λιγνύς — η (Α λιγνύς, ύος) καπνιά, αιθάλη αρχ. πυκνός καπνός με φλόγες («λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾱν καὶ καπνόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. θρῆ νυ ς). Συνδέεται πιθ. με τα λίγδα (II) («ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία», Ησύχ.) και… …

    Dictionary of Greek