λίβα

  • 1λίβα — λίβᾱ , λίβος tears neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λίψ 1 the SW. wind masc acc sg λίψ 2 stream fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λίβ' — λίβα , λίψ 1 the SW. wind masc acc sg λίβε , λίψ 1 the SW. wind masc nom/voc/acc dual λίβα , λίψ 2 stream fem acc sg λίβε , λίψ 2 stream fem acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λιβᾶς — λιβᾶ̱ς , λιβάζω let fall in drops fut ind act 2nd sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 5FAVONIUS — ventus ab occasu aequinoctiali spirans contra Subsolanum. Plin. l. 2. c. 47. a fovendo dictus, quod cuncta foveat. Lucret. l. 1. Genitabilis aura Favoni. Graeci Zephyrum vocant. Item Favonius, Catonis aemulus, Suet. in Octav. c. 13. Sed et ventus …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6ανεμοκαίω — 1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ 2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι) καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά) …

    Dictionary of Greek

  • 7λιβοζέφυρος — ο άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού ζεφύρου, αλλ. πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + ζέφυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 8λιβόνοτος — ο (AM λιβόνοτος) άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος] …

    Dictionary of Greek

  • 9λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… …

    Dictionary of Greek

  • 10σανδαία — Α (κατά τον Ησύχ.) «τροπὴ ἀπὸ γῆς, ἔνιοι δὲ τὸν λίβα ἄνεμον» …

    Dictionary of Greek