λήγῃ
1λήγῃ — λήγω stay pres subj mp 2nd sg λήγω stay pres ind mp 2nd sg λήγω stay pres subj act 3rd sg …
2Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] …
1λήγῃ — λήγω stay pres subj mp 2nd sg λήγω stay pres ind mp 2nd sg λήγω stay pres subj act 3rd sg …
2Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] …