λέπος

  • 21λεβηρίς — (I) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. δέρμα φιδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῡ κυάμου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέβος (παρλλ. τ. τού λοβός) + ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι ετ ηρίς, επ ετ ηρίς)]. (II) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 23λεπίζω — (I) λεπίζω (AM) [λέπος] αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ). (II) λεπίζω (Α) [λεπίς] αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 24λεπιδόλιθος — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο K(Li,Al)3(Si,Al)4O10(F,OH)2. Ο λ. αποτελεί σημαντική πηγή λιθίου και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας συνήθως τραπεζοειδή ή φυλλοειδή συσσωματώματα. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη …

    Dictionary of Greek

  • 25λεπιωτή — η βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής οικογένειας αγαρικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepiota (< λέπιον < λέπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 26λεπώ — λεπῶ, έω ή όω (Α) [λέπος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλέπουν οἷον ἐλέπιζον τύπτων καὶ μαστιγῶν» …

    Dictionary of Greek

  • 27λεπώδης — λεπώδης, ῶδες (Α) [λέπος] αυτός που έχει λέπυρο ή που μοιάζει με λέπυρο …

    Dictionary of Greek

  • 28μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …

    Dictionary of Greek

  • 29ԹԵՓ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0810 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c գ. λεπίς, λέπος cortex, squama, lamina Մաշկաձեւ կեղեւ ցորենոյ. ... *Թեփ ցորենոյ. Եփր. եւ Մանդ.: *Դարմանէր զինքն թեփով. Վրք. հց. ՟Ե: *Նաշհով. յորում անիրաւութեան… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 30ԿԵՂԵՒԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 1081 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. λεπίς, λέπος squama, lamina. Կեղեւք, թեփք, կամ թիթղունք իրաց. քոս. (ռրպէս չորացեալ կեղեւք բորոյ.) *Անկան յաչաց նորա իբրեւ կեղեւանք. Գծ. ՟Թ. 18: *Ընկեա՛ ʼի բաց զկեղեւանս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)