λά-ιγγες
1όστλιγξ — ὄστλιγξ, ιγγος, ὁ (Α) 1. μαλλιά, ιδίως κατσαρά 2. πλεξούδα, βόστρυχος 3. καθετί που είναι συνεστραμμένο, όπως, λ.χ., η έλικα τών αναρριχητικών φυτών, η φλόγα που κινείται ελικοειδώς, τα πλοκάμια τών μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το αρκτικό… …
2εὐλάιγγες — εὐλά̱ιγγες , εὐλᾶιγξ masc/fem nom/voc pl …
3λάιγγες — λά̱ϊγγες , λᾶιγξ small stone fem nom/voc pl …
4lēu-2 : lǝu- — lēu 2 : lǝu English meaning: stone Deutsche Übersetzung: ‘stein” Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ …