λάτρης

  • 61πυρολάτρης — ο, θηλ. πυρολάτρις και πυρολάτρισσα, Ν 1. αυτός που λατρεύει τη φωτιά 2. ο οπαδός τής θρησκείας τού ζωροαστρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυρολάτραι, μαρτυρείται από το 1845 στον Δημ. Γαλανό] …

    Dictionary of Greek

  • 62πυρσολάτρης — ὁ, Μ (ιδίως ως επίθ. τών Περσών) πυρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 63σακηφόρος — ὁ, Α λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + φόρος*. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 64συγχορευτής — ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ [συγχορεύω] αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό αρχ. λάτρης τής ίδιας θεότητας …

    Dictionary of Greek

  • 65συγχορεύω — Α [χορεύω] 1. χορεύω μαζί με άλλον, είμαι συγχορευτής 2. ανήκω στον ίδιο χορό με κάποιον άλλο 3. είμαι λάτρης τής ίδιας θεότητας …

    Dictionary of Greek

  • 66τυπολάτρης — ο, θηλ. τυπολάτρισσα, Ν ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους εις βάρος τής ουσίας, φορμαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τυπολάτραι, μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη] …

    Dictionary of Greek

  • 67φετιχολάτρης — ο, θηλ. φετιχολάτρισσα, Ν αυτός που λατρεύει τα φετίχ, φετιχιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φετίχ* + συνδετικό φωνήεν ο + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 68φθαρτολάτρης — ὁ, Μ 1. αυτός που λατρεύει τα φθαρτά πράγματα 2. στον πληθ. οἱ φθαρτολάτραι εκκλ. οι φθαρτοδοκητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 69φιλογύνης — ο, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες, λάτρης τού γυναικείου φύλου, γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύνης (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύνης] …

    Dictionary of Greek

  • 70φιλοσάραπις — και φιλοσέραπις, άπιδος, ὁ, Α λάτρης τού Σαράπιδος, θεού που λατρευόταν στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Σάραπις] …

    Dictionary of Greek