λάτρης
51μουσομανής — μουσομανής, ές (Α) λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο μανής, νυμφο μανής] …
52μουσόφιλος — η, ο λάτρης τών γραμμάτων και τών τεχνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φίλος] …
53ονολάτρης — ο χλευαστική ονομασία που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στους Ιουδαίους, αρχικά, αργότερα και οι Ιουδαίοι στους χριστιανούς τών πρώτων χρόνων, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ …
54ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… …
55οφιολάτρης — ο, θηλ. οφιολάτρις αυτός που λατρεύει τα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όφις + λάτρης] …
56παθητολάτρης — παθητολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τον Ιησού Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παθητός + λάτρης] …
57πατρωϊστής — δωρ. τ. πατρωϊστάς, ὁ, Α λάτρης κάποιου πατρογονικού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷος + κατάλ. ιστής μέσω ενός ρ. *πατρωΐζω] …
58πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …
59προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… …
60προσωπολάτρης — ο, θηλ. προσωπολάτρις N o αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο με λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + λάτρης. Η λ., στον πληθ. προσωπολάτραι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία] …