λάτρης

  • 41θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …

    Dictionary of Greek

  • 42θρησκευτής — θρησκευτής, ὁ (ΑΜ) [θρησκεύω] 1. λάτρης, πιστός 2. μοναχός …

    Dictionary of Greek

  • 43ιακχιαστής — ἰακχιαστής, ὁ (Α) λάτρης τού Ιάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίακχος, κατά τα μεταρρηματικά σε ιαστής (< ιάζω), πρβλ. εκβ ιαστής < εκβ ιάζω, σχεδ ιαστής < σχεδιάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 44ιδιολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον εαυτό του, ο εγωπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 45καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 46κοσμολάτρης — κοσμολάτρης, ὁ, θηλ. κοσμολάτρις, ιδος (Α) ο ειδωλολάτρης, αυτός που λατρεύει τα κτίσματα και όχι τον κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάτρης (< λάτρον «πληρωμή»] …

    Dictionary of Greek

  • 47κτιστολάτρης — ο, θηλ. κτιστολάτρις (AM κτιστολάτρης, θηλ. κτιστολάτρις) νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι κτιστολάτραι αιρετικοί μονοφυσίτες τού 6ου αιώνα που υποστήριζαν ότι το άφθαρτο σώμα τού Χριστού είναι κτιστό μσν. αρχ. κτισματολάτρης*, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48λάτρις — (I) η βλ. λάτρης. (II) λάτρις, ιος και ιδος, ό, ἡ (AM) 1. μισθωτός εργάτης, υπηρέτης, θεράπων, δούλος («κακὸν λάτριν ἐφημέριον», Θέογν.) 2. φρ. «Φοίβου λάτρις» ο κόρακας (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λάτρον και πρόκειται πιθ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 49μηχανόβιος — α, ο φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 50μοσχολάτραι — μοσχολάτραι, οἱ (Μ) αυτοί που λατρεύουν τον μόσχο, ειδωλολάτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + λάτραι, πληθ. τού λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτραι, μοιρο λάτραι)] …

    Dictionary of Greek