λάτρης

  • 21προγονολάτρης — ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους προγόνους του 2. ο προγονόπληκτος 3. αυτός που ασκεί τη λατρεία τών προγόνων αποδίδοντάς τους θρησκευτικές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + λάτρης (πρβλ. πατριδο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 22σαρκολάτρης — ὁ, Α αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 23σταυρολάτρης — ὁ, Μ λάτρης τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 24στοιχειολάτρης — ὁ, Α λάτρης τών στοιχείων τής φύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 25χρυσολάτρης — ο, ΝΜ, θηλ. χρυσολάτρις, ιδος, Μ άτομο που αγαπά υπερβολικά τον πλούτο, που λατρεύει το χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. εἰδωλο λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 26ψυχολάτρης — ο, θηλ. ψυχολάτρισσα, Ν οπαδός τής ψυχολατρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 27Διαστής — Διαστής, ο (Α) 1. λάτρης τού Δία 2. Διασταί οι κάτοικοι τού Δίου τής Πιερίας …

    Dictionary of Greek

  • 28Πανιστής — Πανιστής, ὁ, (Α) λάτρης τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού Πανιασταί*] …

    Dictionary of Greek

  • 29αγαθοφιλής — ἀγαθοφιλής, ές (Μ) αυτός που αγαπά το αγαθό, ο λάτρης τού αγαθού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φιλῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 30αγγελολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τους αγγέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + λάτρης] …

    Dictionary of Greek