λάτρης

  • 11νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 12χριστολάτρης — ὁ, Μ εκκλ. λάτρης τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λάτρης (πρβλ. εἰδωλο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 13ψευδολάτρης — ὁ, Μ λάτρης ψεύτικων θεών, σε αντιδιαστολή προς τον χριστιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 14αγαλματολάτρης — ο λάτρης αγαλμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγαλμα + λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 15ηλιολάτρης — ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις) αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λατρης (< λά τρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λά τρης] …

    Dictionary of Greek

  • 16μάσδασνος — μάσδασνος, ὁ (Α) (ως τίτλος τών βασιλέων τὴς δυναστείας τών Σασσανιδών) λάτρης τού Μάζντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβεστικό mazdayasna «λάτρης τού θεού Μάζντα»] …

    Dictionary of Greek

  • 17μοιρολάτρης — ο θηλ. μοιρολάτρις και μοιρολάτρισσα 1. αυτός που υποτάσσεται στο πεπρωμένο και επαφίεται σε αυτό 2. αυτός που υπομένει χωρίς αντίδραση τις ατυχίες που τού συμβαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ. στον λόγιο τ. πληθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 18ξενολάτρης — ο ξενομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ξενολάτραι, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …

    Dictionary of Greek

  • 19ξυλολάτρης — ξυλολάτρης, ὁ (Μ) (ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς τής λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 20πατριδολάτρης — ο αυτός που λατρεύει, που αγαπάει υπερβολικά την πατρίδα, ο υπερβολικά φιλόπατρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. πατριδολάτραι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία] …

    Dictionary of Greek