λάσιος
1λάσιος — shaggy masc nom sg λάσιος shaggy masc/fem nom sg …
2Λάσιος — shaggy masc nom sg …
3λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …
4λάσιος — α, ο αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, ο μαλλιαρός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5λασιώτατα — λάσιος shaggy adverbial superl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl pl λάσιος shaggy adverbial superl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl pl …
6λασιώτατον — λάσιος shaggy masc acc superl sg λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl sg λάσιος shaggy masc acc superl sg λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl sg …
7λασίως — λάσιος shaggy adverbial λάσιος shaggy masc acc pl (doric) λάσιος shaggy adverbial λάσιος shaggy masc/fem acc pl (doric) …
8λασιωτάτη — λάσιος shaggy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) λάσιος shaggy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
9λασιωτέρη — λάσιος shaggy fem nom/voc comp sg (epic ionic) λάσιος shaggy fem nom/voc comp sg (epic ionic) …
10λασιώτατοι — λάσιος shaggy masc nom/voc superl pl λάσιος shaggy masc nom/voc superl pl …