λάρος
31μαγλινός — μαγλινός, ή, όν (Μ) λείος, ομαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁμαλινός < ὁμαλός με ανάπτυξη γ προ τού λ (πρβλ. ζουλός: ζουγλός, λάρος: γλάρος). Η ανάπτυξη τού γ μπορεί να οφείλεται και σε συμφυρμό ή σε παρετυμολογική σύνδεση τού ὁμαλινός με τη λ. γλήνα*] …
32Βιγιάρ, Εντουάρ — (EduardVuillard,Κισό, Γαλλία 1868 – Λα Μπολ 1940). Γάλλος ζωγράφος. Το 1888 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τον απώθησε ο συντηρητισμός του ιμπρεσιονισμού και συνέχισε στην ακαδημία Ζιλιάν. Μαζί με άλλους νεαρούς… …
33Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …
34εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …
35ՃԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0168 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 13c գ. Ազգ ազգ հաւուց թռչնոց կարկաչողաց ճա՛, ճա՛կ: Նախ ի սուրբ գիրս որպէս ռմկ. չայլագ. λάρος larus, gavia (լծ. ընդ ճայ). Ուրուր կամ որոր, ցին. (եբր. զաֆախ ). *(զբու, եւ զճայ,… …
36λαροτέρην — λᾱροτέρην , λαρός pleasant to the taste fem acc comp sg (epic ionic) …
37λαροῖς — λᾱροῖς , λαρός pleasant to the taste masc/fem/neut dat pl …
38λαροῖσ' — λᾱροῖσι , λαρός pleasant to the taste masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
39λαροῖσιν — λᾱροῖσιν , λαρός pleasant to the taste masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
40λαροῦ — λᾱροῦ , λαρός pleasant to the taste masc/fem/neut gen sg …