λάρος

  • 21lariforme — lariforme. (Del lat. larus, este del gr. λάρος, gaviota, y forme). adj. Zool. caradriforme. U. t. c. s. ORTOGR. Escr. con may. inicial c. taxón …

    Enciclopedia Universal

  • 22FULICA — apud Virg. Georg. l. 1. ubi de signis imminentis tempestaris, v. 362. cumque marinae In sicco ludunt fulicae Graec. αἰθυἱα est nonnullis, quo tamen nomine potius mergus venire solet. Plin. est ἰρωδιὸς, h. e. ardea. l. 18. c. 35. ubi de avibus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23LARUS — I. LARUS anex λαρὸς, ob suavitatem gustûs, quasi λίαν ὐρηρὼς τῇ ψυχῇ; an a λάλος, ob garrulitatem, clamosus ehim est; an quasi λαβρὸς, a vocandi impetu? Hebr. sachaph dicitur, a tabe. Nulla enim est avis molis ratione tam levis. Cum enim sit… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 25γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 26κράβος — κράβος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λάρος», είδος θαλάσσιου πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 27λάρινος — λάρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μακρό α τού τ. δυσκολεύει τη σύνδεσή του με τη λ. λάρος*, εκτός αν υποτεθεί βράχυνση τού μακρού α . Ο τ. πιθ. να συνδέεται με το επίθ. λαρινός «παχύς, ευτραφής»] …

    Dictionary of Greek

  • 28λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 29λαρίς — λαρίς, ίδος, ἡ (Α) ο γλάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάρος κατά τα θηλ. σε ίς] …

    Dictionary of Greek

  • 30λαροειδής — ές (AM λαροειδής, ές) [λάρος] αυτός που μοιάζει με γλάρο …

    Dictionary of Greek