λάπη
1λάπη — λάπη, ἡ (Α) βλ. λάμπη (ΙΙ) …
2λάπη — scum fem nom/voc sg (attic epic ionic) λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) λέπω strip off the rind aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …
3λάπῃ — λάπη scum fem dat sg (attic epic ionic) …
4λάπην — λάπη scum fem acc sg (attic epic ionic) λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 1st sg (homeric ionic) λέπω strip off the rind aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) λέπω strip off the …
5λάπης — λάπη scum fem gen sg (attic epic ionic) λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) λέπω strip off the rind aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …
6λάμπη — (I) λάμπη, ἡ (Α) [λάμπω] λαμπάδα. (II) λάμπη και λάπη, ἡ (Α) ο αφρός που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού κρασιού, τού ξιδιού ή άλλων υγρών που μένουν στάσιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση για σύνδεση με το ρ. λάμπω δεν φαίνεται πιθανή,… …
7λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …
8λαμπώδης — και λαπώδης, ῶδες (Α) (για τα ούρα) αφρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπη (ΙΙ) ή λάπη] …
9λάπαν — λάπᾱν , λάπη scum fem acc sg (doric aeolic) …