λάπαθον

  • 11λαπάσσω — (AM, Α και λαπάττω) αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ. β. «τὰ παρ οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.) μσν. (μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, η, ον α) κενός β) εξαντλημένος, κουρασμένος αρχ. 1. μαλακώνω, καταπραΰνω 2. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12λαπαθοειδής — λαπαθοειδής, ές (Α) [λάπαθον] αυτός που έχει σχήμα λάπαθου …

    Dictionary of Greek

  • 13πετρολάπαθον — τὸ, Α το λάπαθο που φυτρώνει πάνω σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + λάπαθον] …

    Dictionary of Greek

  • 14υδρολάπαθο — τὸ, Α είδος λαπάθου που φύεται στο νερό, πιθ. ἱππολάπαθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λάπαθον] …

    Dictionary of Greek

  • 15ԱՒԵԼՈՒԿ — ( ) NBH 1 0394 Chronological Sequence: Unknown date գ. λάπαθον, ος lapathum ռմկ. եւս՝ աւելուկ, էւէլիկ. Բանջար ինչ ուտելի. ... Գաղիան.: Բժշկարան …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)