λάμ-ιᾰ

  • 1Λαμ, Βιλφρέδο — (Wilfredo Lam, Σάγκουα Λα Γκράντε 1902 – 1982). Κουβανός ζωγράφος, σχεδιαστής και γλύπτης. Η τεχνοτροπία του ήταν ένα κράμα υπερρεαλισμού και κυβισμού, με τις μορφές και τα χρώματα της Καραϊβικής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της… …

    Dictionary of Greek

  • 2Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 3Greek alphabet — Type Alphabet …

    Wikipedia

  • 4Лампрофиллит — [φυλλιτης (τиллитес) листоватый; λαμ προς (λямпрос) блестящий] м л, Na3Sr2Ti3 [(O,OH,F)2|Si2O7]2. Ромб. К лы пластинчато удлиненные. Сп. сов. по уплощению. Агр.… …

    Геологическая энциклопедия

  • 5Papyrus 122 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 122 Name …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Onciale 0164 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0164 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien Copte date …

    Wikipédia en Français

  • 7CYRUS — I. CYRUS Episcopus Orientis, Monotheleta, ab Heraclio Imperatore seducto, Patriarcha Alexandrinus factus. Sed ficta eius pietas, et Orthodoxiae ementitus cultus, quô plurimis imposuerat, in apricum productus, ipseque VI. Synodô Generali… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 8-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …

    Dictionary of Greek

  • 9δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …

    Dictionary of Greek

  • 10λάμια — Πόλη (46.406 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδος, έδρα του δήμου Λαμιέων. Χτισμένη σε δύο λόφους στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της οροσειράς Όθρυος, αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και κέντρο όλων των δραστηριοτήτων της περιοχής. Η Λ.… …

    Dictionary of Greek