λάληθρος
1λάληθρος — λάληθρος, ον (Α) λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα θρος (πρβλ. στρωμύλη θρος)] …
2λάληθρον — λάληθρος talkative masc/fem acc sg λάληθρος talkative neut nom/voc/acc sg …
3λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …