λάβῃσι
1Λάβησι — Λάβης dat pl …
2λάβησι — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg (epic) λαμβάνω a aor subj act 3rd sg (epic) …
3λάβῃσι — λαμβάνω a aor subj act 3rd sg (epic) …
4μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… …