λάβιον

  • 1λάβιον — λάβιον, τὸ (Α) [λαβή] μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… …

    Dictionary of Greek

  • 3Astrolabio — Saltar a navegación, búsqueda Astrolabio de al Sahlî, del siglo XI (M.A.N., Madrid). El astrolabio es un instrumento que permite determinar las posiciones de las estrellas sobre la bóveda celeste. La palabra …

    Wikipedia Español

  • 4Astrolabio de al-Sahlî — Saltar a navegación, búsqueda Imagen del astrolabio de al Sahlî. El Astrolabio de al Sahlî, es una pieza que forma parte del llamado arte islámico, y data de la época de la Taifa de Toledo, una de las …

    Wikipedia Español

  • 5αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… …

    Dictionary of Greek

  • 6διλάβι — το (Μ διλάβιον) εργαλείο με δύο λαβές, τσιμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + λάβιον «χερούλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 7ξυλάβιον — ξυλάβιον, τὸ (ΑΜ) η πυράγρα τών σιδηρουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξυλολάβιον (< ξύλον + λάβιον < λαβή), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς> αμφορεύς)] …

    Dictionary of Greek