1λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) …
Dictionary of Greek
2λώτισμα — a flower neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3λωτίσματα — λώτισμα a flower neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)