λύπην
1λύπην — λύ̱πην , λύπη pain of body fem acc sg (attic epic ionic) …
2λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …
3печаль — ПЕЧАЛ|Ь (699), И с. 1.Скорбь, печаль, горе: Ѥгда въ добрѣ бѹдеть мѹжь то врази ѥго въ || печѧли бѹдѹть. (ἐν λύπῃ) Изб 1076, 148–148 об.; Мьсти д҃шю свою веселиѥмь и тѣши ср҃дце своѥ. и печаль далече отърини отъ себе да не въ скорѣ състарѣешисѧ.… …
4Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben …
5Solon von Athen — Solon Solon, griech. Σόλων (* wohl um 640 v. Chr. in Athen, † vermutlich um 560 v. Chr.), war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den …
6CAPUT — I. CAPUT Iovi apud Gentiles sacrum, veluti Sapientiae officina. Hoc Romani olim non intexêre, in urbe incedentes, nullumque pilei, petasi, causiae vel alîus tegminisusum, nisi extra urbem in peregrinatione, novêre, ut Lipsius docet: Ita namque… …
7Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …
8επισχηματίζω — ἐπισχηματίζω (Α) διαπλάθω, διαμορφώνω («ἐπισχηματίζων τὸ πρόσωπον εἰς λύπην», Ιώσ.) …
9ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… …
10κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …
- 1
- 2