λύπην

  • 11πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …

    Dictionary of Greek

  • 12προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …

    Dictionary of Greek

  • 13ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 14συναποδύομαι — ΜΑ αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …

    Dictionary of Greek

  • 15ՏՐՏՄԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0899 Chronological Sequence: 11c ա. λύπην τίκτως tristitiam generans. Ծնօղ եւ առիթ տրտմութեան. *Բանք տրտմածինք. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 33 …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 16ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …

    Православная энциклопедия

  • 17ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …

    Православная энциклопедия