λύκειος
1λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …
2Λύκειος — of masc/fem nom sg …
3λύκειος — of masc/fem nom sg …
4Λύκειος ή Λύκιος — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως θεού του φωτός στο Άργος, στην Αθήνα, στην Επίδαυρο, στα Μέγαρα, στη Λακωνία κ.α. Αργότερα, η επωνυμία αυτή σχετίστηκε με τον λύκο, επειδή ο Απόλλων είχε μεταμορφωθεί στο ζώο αυτό τόσο όταν κυνηγούσε τους Τελχίνες όσο… …
5Ликейский — (Λυκεϊος) прозвание Аполлона, первоначально означало его как бога света, потом стало приводиться в связь с символом волка (греч. Λύκος) или с Ликиею (см.) …
6Λύκειε — Λύκειος of masc/fem voc sg …
7λύκειε — λύκειος of masc/fem voc sg …
8Λύκειοι — Λύκειος of masc/fem nom/voc pl …
9λύκειοι — λύκειος of masc/fem nom/voc pl …
10Apolo — Para otros usos de este término, véase Apolo (desambiguación). Apolo Licio, copia r …