λύγξ
1λύγξ — 1 lynx masc/fem nom/voc sg λύγξ 2 hiccup fem nom/voc sg …
2λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …
3Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …
4λυγξίν — λύγξ 1 lynx masc/fem dat pl (epic) λύγξ 2 hiccup fem dat pl …
5λυγγί — λύγξ 2 hiccup fem dat sg …
6λυγγῶν — λύγξ 2 hiccup fem gen pl …
7λυγγός — λύγξ 2 hiccup fem gen sg …
8λυγκῶν — λύγξ 1 lynx masc/fem gen pl …
9λυγκός — λύγξ 1 lynx masc/fem gen sg …
10λύγγα — λύγξ 2 hiccup fem acc sg …