λύγινος
1λύγινος — η, ο (Α λύγινος, ίνη, ον) [λύγος] κατασκευασμένος από κλαδιά ή άνθη λυγαριάς («λύγινο στεφάνι») …
2λύγινον — λύγινος of agnus castus masc acc sg λύγινος of agnus castus neut nom/voc/acc sg …
3λυγίνου — λύγινος of agnus castus masc/neut gen sg …
4λύγινα — λύγινος of agnus castus neut nom/voc/acc pl …
5λυγαρήσιος — α, ο κατασκευασμένος από κλάδους ή άνθη λυγαριάς, λύγινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυγαριά + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, ποταμ ήσιος)] …
6λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …
7leug-1 — leug 1 English meaning: to bend Deutsche Übersetzung: “biegen” Note: Root leug 1 : “to bend” : Root leu g 2 : lu g : lū g : “black; swamp” derived from Root leu 2 (*leuĝh ): “to cut off, separate, free”. Material: Gk. λυγίζω… …