λόχου
1λόχου — λόχος ambush masc gen sg …
2λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… …
3πριμίπιλος — ὁ, Μ ο εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primipilus «εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων» (< λατ. primus «πρώτος» + pilus «ο πρώτος λόχος τών τριαρίων»)] …
4Αμβροσιάδης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Νέος πήγε στην Οδησσό, στον θείο του Ιωάννη Αμβροσίου, έμπορο από τα Καλάβρυτα, και κοντά του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Τον Οκτώβριο του 1820, μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αγωνίστηκε στη Μολδαβία για τη συγκρότηση του Ιερού …
5αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …
6διμοιρία — η (AM διμοιρία) νεοελλ. στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο τού λόχου αρχ. μσν. τα δύο τρίτα τού όλου αρχ. 1. διπλή μερίδα 2. διπλός στρατιωτικός μισθός 3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες …
7εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …
8ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …
9εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …
10ημιλόχιον — ἡμιλόχιον, τὸ (Α) ἡμιλοχία, στρατιωτική δύναμη μισού λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λόχος] …