λόχμ-η

  • 1λογχίς — λογχίς, ίδος, ἡ (Α) η λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίς (πρβλ. δρυμ ίς, λοχμ ίς)] …

    Dictionary of Greek