λόγχαις
1λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl …
2ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …
3συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …